- απφυς
- ἀπφῦςὅ (только nom. и acc. ἀπφῦν)
(на языке детей) папа, папочка Theocr.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(на языке детей) папа, папочка Theocr.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
απφύς — ἀπφῡς ( ύος), ο (AM) θωπευτική προσαγόρευση για τον πατέρα από τα παιδιά του («καλὸς ἀπφῡς» καλός ο μπαμπάκας σου, ο παπάκης, Θεόκρ.) [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκοριστικός τ. της παιδικής γλώσσας με εκφραστικό αναδιπλασιασμό. Πρβλ. άππα, άττα, άπφα, πάππα] … Dictionary of Greek
ἀπφύς — ἀπφύ̱ς , ἀπφύς masc acc pl ἀπφύς masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπφύ — ἀπφύς masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπφύος — ἀπφύς masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άππα — ἄππα (Α) (προσαγόρευση στον πατέρα) πατερούλη, παππάκη. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. της παιδικής γλώσσας, υποκοριστικής σημασίας, με εκφραστικό αναδιπλασιασμό (πρβλ. πάππα, άττα, άπφα, απφύς). Ο Ησύχιος παραδίδει τ. άππας «τροφεύς», ο οποίος… … Dictionary of Greek
appa — appa English meaning: father Deutsche Übersetzung: “Vater”; Lallwort Material: compare Gk. ἄππα, ἀπφά, ἄπφα, ἀπφῦς (Theokrit) “ dad “; Toch. В appakke “ father “ (this (a)kke from ammakki “Mutter”). References: WP. I 47.… … Proto-Indo-European etymological dictionary